συναίσθημα

συναίσθημα
Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές μεταβολές των λειτουργιών του οργανισμού, και οι καταστάσεις αυτές εξακολουθούν να διατηρούνται ακόμα και όταν δεν υπάρχουν άμεσοι εξωτερικοί ερεθισμοί (π.χ. ας συγκρίνουμε τη συγκίνηση από φόβο ή από ενθουσιασμό με το σ. της ανησυχίας ή της φιλίας έχοντας ως πηγή τον κόσμο των νοητικών παραστάσεων. Η παραδοσιακή ψυχολογία ακολούθησε μια καθαρά περιγραφική αντιμετώπιση των σ. και διατύπωσε διάφορες σειρές κατηγοριών και περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκες ταξινομήσεις. Μια απ’ αυτές διέκρινε π.χ. τα σ. που έχουν ως αντικείμενο: το άτομο καθ’ εαυτό (υπερηφάνεια, δειλία κλπ.) τους άλλους (φιλαλληλία, συμπάθεια κλπ.) ή αξίες που θεωρούνται απόλυτες (αισθητικά, ηθικά σ. κλπ.). Οι νεότερες ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές, φαινομενολογικές, κοινωνικές κλπ. θεωρίες τόνισαν το ενδιαφέρον προς έμφυτη δυναμική φύση των σ., στρέφοντας κυρίως την έρευνα σε ό,τι αφορά την ένταση και την αλληλεπίδραση (συνδυασμός, σύγκρουση) των δυνάμεων αυτών. Με την προοπτική αυτή τα σ., ανάλογα με τον συγκινησιακό τους τόνο, διακρίνονται σε ευχάριστα και δυσάρεστα και οι δυνάμεις που εκπορεύονται από αυτά προκαλούν μια συμπεριφορά έλξης ή απώθησης. Σύμφωνα με τις θεωρίες που στη βάση των σ. τοποθετούν τα ένστικτα (απόλαυσης, καταστροφής), τις στάσεις (συμπάθειας, άμυνας), τις τάσεις (δέσμευσης, αποδέσμευσης), τους πολιτιστικούς παράγοντες (οι συναισθηματικές εκφράσεις αντιπροσωπεύουν μια γλώσσα διαμορφωμένη από τους κοινωνικούς νόμους) κλπ. προκύπτει η νέα έννοια της «συνύπαρξης δύο αντίθετων συναισθημάτων» και προβάλλεται η ασάφειά τους και η ελάχιστη γνησιότητά τους. Η μητέρα, π.χ., για το νεογέννητο μπορεί να είναι αντικείμενο αγάπης και εχθρότητας, ανάλογα με το αν ικανοποιεί ή όχι τις απαιτήσεις του. Η απονομή της δικαιοσύνης περισσότερο από το να ικανοποιεί τα ανώτερα ηθικά σ. θα μπορούσε να ικανοποιήσει ένα στοιχειώδες σ. άμυνας. Από τους σύγχρονους λοιπόν ψυχολόγους η ιδιαίτερη εκείνη ψυχική εμπειρία που ονομάζεται σ. θεωρείται μια μορφή δυναμικής ολοκλήρωσης πολλών ψυχικών συντελεστών, που αναφέρονται άμεσα σ’ ένα ορισμένο αντικείμενο και σε μια ειδική κατάσταση. Έτσι χάνει ένα μέρος της αξίας της η προσπάθεια των κλασικών φιλόσοφων και ψυχολόγων που επιζητούσαν να απομονώσουν και να θεωρήσουν ανεξάρτητους μέσα στο συνειδησιακό γεγονός τους συγκινησιακούς, νοητικούς και λοιπούς συντελεστές. Σήμερα επικρατεί η τάση της αντικατάστασης της έννοιας των απόλυτων κατηγοριών της ψυχικής ζωής με την έννοια μιας διαλεκτικής που χαρακτηρίζεται από τη σχετικότητα του συνδέσμου προσώπου και κατάστασης.
* * *
το, ΝΑ [συναισθάνομαι]
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα που προέρχεται από την αίσθηση, η εντύπωση που δημιουργείται στο άτομο μέσω τών αισθητήριων οργάνων, δηλαδή η άμεση και στοιχειώδης εμπειρία η οποία οφείλεται στον ερεθισμό τών υποδοχέων τών αισθητήριων οργάνων
2. η μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή τού εγώ σε ποικίλες καταστάσεις, η οποία ακολουθεί την άμεση συνειδητοποίηση από αυτό ερεθισμών, με τους οποίους ο άνθρωπος βιώνει την ύπαρξη όντων και φαινομένων, καθώς καί ερεθισμών που αποτελούν συνέπεια τής λειτουργίας διαφόρων οργάνων και φυσιολογικών συστημάτων τού οργανισμού
3. η άμεση συνείδηση μιας ύπαρξης, η αξία τής οποίας δεσμεύει το υποκείμενο με έναν ορισμένο τρόπο
4. πεποίθηση, δοξασία, φρόνημα (α. «θρησκευτικά συναισθήματα» β. «ηθικά συναισθήματα»)
5. φρ. α) «ασυνείδητο συναίσθημα» — υποσυνείδητη συγκινησιακή αντίδραση που εκδηλώνεται μέσω αναπληρωματικών μηχανισμών, όπως είναι η κατάθλιψη ή άλλα νευρωτικά-ψυχοσωματικά συμπτώματα
β) «συναίσθημα ενοχής»
(στην ψυχανάλυση) το συναίσθημα που εκπηγάζει από ένα έμφυτο καταστροφικό ένστικτο και προέρχεται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα
γ) «κοινωνικό συναίσθημα»
(κατά τον Άντλερ) η στάση που διαμορφώνει ο άνθρωπος σε σχέση με τον ανθρώπινο περίγυρό του
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κανείς δύο πράγματα ταυτόχρονα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναίσθημα — το κατάσταση με την οποία δηλώνεται η διάθεση της συνείδησης απέναντι σε ό,τι πληροφορείται και σε ό,τι πράττει: Παρασύρεται από τα συναισθήματά του. – Δεν εκδηλώνει τα συναισθήματά του. – Δοκίμασε το συναίσθημα της χαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματικός — ή, ό, Ν [συναίσθημα, ήματος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημα («συναισθηματικός κόσμος») 2. (για πρόσ.) εκείνος στον οποίο το συναίσθημα είναι ισχυρότερο από τις άλλες ψυχικές λειτουργίες («συναισθηματικός άνθρωπος») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… …   Dictionary of Greek

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”